ἔπλεξε

ἔπλεξε
πλέκω
plait
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άναντα — Ένας από τους κυριότερους μαθητές του Βούδα και πρώτος εξάδελφός του. Ο ίδιος ο Βούδας, λίγο πριν πεθάνει, έπλεξε το εγκώμιο του Ά., λέγοντας γι’ αυτόν ότι ήταν από τους πιο πνευματώδεις συνομιλητές. Ο Ά. εργάστηκε δραστήρια για τη συγκρότηση των …   Dictionary of Greek

  • πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …   Dictionary of Greek

  • φαεινός — ή, ό / φαεινός, ή, όν, ΝΜΑ, και δωρ. και αττ. τ. φαεννός και αττ. τ. φανός, και αιολ. τ. φάεννος, Α 1. φωτεινός, λαμπερός («ἀστέρα φαεινότατον», Πρόδρ.) 2. λαμπρός, έξοχος, θαυμάσιος («φαεινή ιδέα») νεοελλ. φρ. «ηλίου φαεινότερον» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

  • Ανθέμιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αξιωματούχος του Βυζαντίου (αρχές 5ου αι. μ.Χ.). Διετέλεσε πρεσβευτής στην Περσία, μάγιστρος του αυτοκρατορικού οίκου, ύπατος, διοικητής της Ανατολής και πατρίκιος. Την ικανότητά του στα διάφορα αξιώματα μαρτυρεί το… …   Dictionary of Greek

  • μαγιάτικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται ή πραγματοποιείται το Μάη: Έπλεξε ένα μαγιάτικο στεφάνι. 2. το ουδ. ως ουσ., μαγιάτικο είδος ψαριού που ψαρεύεται το Μάη, ο Θύννος ο κοινός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουφί — το (λ. ιταλ.), κάλυμμα της κεφαλής από ύφασμα: Έπλεξε ένα σκουφί για το μωρό της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”